σήινγκ

σήινγκ
το, Ν
άκλ. (ξεν. λ.) αστρον. χαρακτηρισμός τής ευκρίνειας μιας τηλεσκοπικής εικόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. seeing].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”